Τετάρτη 15 Απριλίου 2009

This dead city...

Ακούω κάτι αργά μπλουζ του Tom Waits απ το βαρετό υπολογιστή μου και η ώρα μία, περασμένες μεσάνυχτα. Κοιτάω έξω απ το παράθυρό μου, το γαλάζιο φως που πέφτει πάνω στην απέναντι πολυκατοικία και πιο πέρα, την εδώ και μια δεκαετία άφτιαχτη, παρατημένη οικοδομή με τους κόκκινους τοίχους. Αν η νύχτα μοιάζει όμορφη μερικές φορές, είναι γιατί κρύβει τις ατέλειες του κόσμου. Αυτή λοιπόν είναι μια γωνιά της πόλης μου, στην οποία έχω κοιτάξει άπειρες φορές. Τόσες πολλές, που όσο άσχημη κι αν είναι, την έχω συνηθίσει και κατά κάποιο τρόπο μου αρέσει.
This dead city longs to be free, this dead city longs to be living έλεγε ένα τραγούδι. Η πόλη αυτή είναι γεμάτη σκουριά, σκουριά που πέφτει απ τις ταράτσες και κυλάει στους δρόμους που λέμε καλημέρα. Σκουριά που αφήνουμε να γεννήσει μιζέρια. Μιζέρια είναι οι εγκαταλελειμμένοι δρόμοι . Η μιζέρια είναι μεγαλύτερη όταν αυτοί οι δρόμοι είναι όμορφοι κατά κάποιο τρόπο.
Ο κόσμος κοιμάται και δεν φαίνεται να επιθυμεί να ξυπνήσει. Γιατί κοροϊδεύει τον εαυτό του, όταν αποκαλεί ζωή την άκαρπη προσπάθειά να εκφράσει συναισθήματα συσσωρευμένης εσωτερικής καταπίεσης μέσα από ένα κομμάτι υποχρεωτικής εργασίας. Γιατί φοβάται ακόμα και να επιστρέψει σπίτι παίρνοντας ένα διαφορετικό δρόμο. Οι ζωές μας εδώ, είναι τόσο προκαθορισμένες που αγγίζουν την υποκρισία. Γιατί ο κόσμος αντιμετωπίζει σαν απειλή κάθε τι που υπόσχεται να του δείξει τι υπάρχει πέρα απ το (χαχα!) χρυσό κλουβί στο οποίο βρίσκεται κλεισμένος (αυτό το κλισέ ακούγεται τόσο ειρωνικό εδώ). Πόσο μάλλον να τον οδηγήσει για πάντα μακριά απ αυτό. Κάποια στιγμή όμως το γκρίζο σε πνίγει και τότε είναι που μαθαίνεις να μισείς την ανάγκη για ασφάλεια. Αυτή η αρρωστημένη ανάγκη είναι που κάνει τους ανθρώπους να φέρνουν κύκλους γύρω απ τον εαυτό τους και στο τέλος να ζαλίζονται και να πέφτουν όπως τα έντομα της νύχτας στο φως.
Έτσι, ζαλισμένοι όπως είμαστε, υποτασσόμαστε σε ένα τρόπο ζωής που αποζυμεί από μας κάθε ίχνος χρώματος που υπάρχει ανέγγιχτο ακόμα στην ψυχή μας. Μετατρέπει την μουσική της ζωής σε ανιαρή φωνή μιας εκφωνήτριας που αναλύει τις χρηματιστηριακές μετοχές στην τηλεόραση. Τους δρόμους που έχουμε χαραγμένους μες στην ψυχή μας, τα απέραντα δύσβατα μονοπάτια γεμάτα με τ' απόκρυφα μυστικά της ολοδικής μας συναισθηματικής σύστασης, τα μετατρέπει σε σκονισμένους δρόμους στους οποίους επικρατεί απόλυτη τάξη και αριθμημένους που οδηγούν από την τράπεζα μέχρι το σούπερ μάρκετ. Δεν θα πρεπε να μας κάνει εντύπωση, αν μια μέρα, αυτοί οι άνθρωποι πουλήσουν το όνομά τους, για έναν αριθμό. Αλλά κάτι τέτοιο δύσκολα θα συνέβαινε, καθώς η μάταιη ωραιοπάθεια είναι και ένας από τους βασικούς λόγους που συνεχίζουν να περπατούν στους γεμάτους τάξη δρόμους που σχεδιάστηκαν ειδικά γι αυτούς.
Αυτή η πόλη δημιουργεί ανθρώπους κυνικούς, δηλαδή παράλυτους. Συνηθισμένους στο θέαμα ενός άστεγου, ενός ζητιάνου, ενός ανθρώπου που αιμορραγεί στο πεζοδρόμιο. Εξοικειωμένους, στην καθημερινή δόση αναισθησίας που παίρνουν από την τηλεόραση. Είναι εκπαιδευμένοι καλά σ αυτό, γιατί ο άνθρωπος του 21ου αιώνα πρέπει να συνηθίσει την εξαθλίωση ώστε να αποδεχτεί ανώδυνα το γεγονός ότι η αθλιότητα που συναντά καθώς προχωρά προς τη δουλειά του, ίσως να είναι ο καθρέφτης του αύριο. "Ο πολιτισμός σου είναι μονόδρομος που οδηγεί στην αρένα", λέει ένα τραγούδι, σ' αυτό ακριβώς αναφέρομαι.
Α ναι. Ξεφύγαμε απ το θέμα. Το θέμα ήταν η νεκρή μας πόλη. Δε γαμιέται. Ωραία είναι απόψε στην ταράτσα. Εδώ πάνω, κατά περίεργο τρόπο δεν υπάρχει καθόλου σκουριά. Φαίνεται πως κύλησε όλη προς τα κάτω. Κάνει κρύο. Τουλάχιστον βρίσκομαι πάνω από το γκρίζο. Τώρα δε φοβάμαι μήπως με καταπιεί, γιατί το έχω κάτω απ τα πόδια μου. Με περικυκλώνουν τοίχοι από παντού και φοβάμαι. Χτίζουν συννέχεια καινούργιους τοίχους και είναι δύσκολο να γκρεμίσουμε ακόμη και έναν. Μπορούμε όμως να τους ζωγραφίσουμε. Πιο πέρα φαίνεται κι ένα γκράφιτι. Είναι μονάχα το tag ενός παιδιού. Είναι απογοητευτικό να βλέπεις ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν την τέχνη, με σκοπό την αυτοπροβολή τους και όχι για να χρωματίσουν και να κάνουν πιο όμορφο κάτι που δεν τους άνηκε ποτέ και ούτε θα τους ανήκει, κάτι που αν και δεν είναι δικό τους, ποτέ δεν ζήτησαν, ποτέ δεν επιθύμησαν, είναι υποχρεωμένοι να βλέπουν και να ζούνε την κάθε στιγμή. Οι άσχημοι τοίχοι. Βρίσκομαι στην ταράτσα και μου φαίνεται πως θα μείνω εδώ για πάντα. Όποιος θέλει να ανέβει, είναι ευπρόσδεκτος. Αρκεί να μην ανήκει στους βαρετούς ανθρώπους που έχτισαν όλους αυτούς τους τοίχους. Αυτοί είναι που θέλουμε να στείλουμε εξορία στο φεγγάρι. Έχουμε εφοδιαστεί με μπογιές κάθε απόχρωσης και περίεργη μουσική. Ποιος ξέρει ίσως να μην αλλάξουμε τον κόσμο σε μια νύχτα. Ελπίζω πάντως ο κόσμος να μην μας αλλάξει ποτέ… Αν δεν τα καταφέρει, θα έχουμε νικήσει.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου