Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2008

Το Παιχνίδι Της Καθημερινότητας


Τι είναι αυτό που μας κάνει ανθρώπους; Ο τρόπος με τον οποίο είμαστε βιολογικά κατασκευασμένοι; Η δυνατότητα να παίρνουμε αποφάσεις και να λειτουργούμε με βάση τη λογική; Η πίστη σε ένα ανώτερο ον, ένα θεό; Ευτυχώς, στην πραγματικότητα είναι κάτι πολύ περισσότερο. Είναι η επιθυμία ν' αγγίξουμε τον ουρανό. Μα μερικές φορές αποζητούμε την ασφάλεια του εδάφους, σαν να μαστε σκουλήκια.
Με ποιό τρόπο διασκεδάζεις; Δες την ξεφτίλα που ασφυκτιά σε clubs. Πως ευθυγραμίζεται το ανασφαλές πλήθος... Και την κοινωνική επιβεβαίωση, το όπλο που χρησιμοποιείς για να αντιμετωπίσεις το εσωτερικό σου κενό. Χορεύεις και στα μάτια σου ανακλάται μια ανάγκη για ζωή: τη ζωή που μόλις εγκατέλειψες. Διασκεδάζεις κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους. Εσύ ήσουν που χτες μιλούσες για ελευθερία. Όμως συμφέρει να εκτονώνεις την επιφανειακή οργή σου (που αν είχες επαφή με το όπλο που λέγεται σκέψη, θα τη μετέτρεπες σε ουσιαστική) σε κλαμπάκια και καφετέριες, γιατί αλλιώς θα την εκτόνωνες εκεί που πραγματικά οφείλεις: σ' αυτούς που προκαλούν το θυμό και την αγανάκτισή σου. Γιατί από τα clubs δεν πρόκειται να ξεκινήσει καμία επανάσταση.
Με ποιό τρόπο ψυχαγωγείσαι; Τα serial που παρακολουθείς σου προσφέρουν μια επανάληψη ανιαρων σεναρίων που διαδραματίζονται στα ίδια σαλόνια. Ίσως σ' αυτό το κουτί να κρύβεις όλες σου τις επιθυμίες που σίγουρα σχετίζονται με την κοινωνική αναγνώριση. Απέχουν πολύ απ' την πραγματικότητα κι αυτό είναι σκόπιμο. Γιατί αν σου πέταγαν την πραγματικότητα όπως έχει στα μούτρα, τότε ενδεχομένως (δώσε προσοχή στο "ενδεχομένως") να ξύπναγες και να έκανες κάτι για να αλλάξει. Το ίδιο ισχύει και για τα hollywood-ιανά υπερθεάματα με ακριβά εφέ που βλέπεις: εντυπωσιάζουν τη ματιά σου, μα ποτέ δεν αγγίζουν την καρδιά σου, ποτέ δεν κεντρίζουν τη σκέψη σου.
Με ποιό τρόπο πληροφορείσαι; Η πηγή γνώσης σου είναι το σχολείο και τα δελτία ειδήσεων. Κι αυτά με τη σειρά τους, ελεγχόμενα απ' τους ισχυρούς, τους μεγάλους, τους πλούσιους. Όσο μένεις πιστός στις μεθόδους τους και δεν αμφισβητείς τις αλήθειες που σου πλασάρουν, θα σε κατευθύνουν σαν στρατιωτάκι. Σαν τα στρατιωτάκια που κι εσύ με τη σειρά σου κατευθύνεις σε βιντεοπαιχνίδια στρατηγικής. Και όταν νικάς μια μάχη, νιώθεις νικητής. Ξέρεις όμως, πως το παιχνίδι της ζωής ανήκεις στους ηττημένους. Ξεχνιέσαι πάλι...
...Με τη μουσική. Τη μουσική που ακούς. Τη μουσική που προβάλλεται και τη μουσική που ακούει η παρέα σου. Ακίνδυνη και εύπεπτη, με στίχους ρηχούς που δεν απαιτούν ιδιαίτερη σκέψη για να γίνουν κατανοητοί γιατί πολύ απλά δεν περιέχουν κανένα ιδιαίτερο νόημα. Δεν σε αφυπνίζει συναισθηματικά μα ούτε και νοητικά. Αντίθετα, σε νανουρίζει. Εκείνο τον ύπνο που δεν χρειάζεται να έχεις μάτια κλειστά. Γιατί η μουσική που ακούς, είναι ένα ακόμα προϊόν, όπως τα ρούχα που φοράς ή το φαγητό που καταναλώνεις.
Τελικά, δεν είσαι εσύ που χορεύεις στα clubs, αλλά τα κλαμπς που χορεύουν εσένα. Δεν είσαι εσύ που βλέπεις τηλεόραση αλλά η τηλεόραση που βλέπουν εσένα. Δεν είσαι εσύ που πληροφορείσαι απ' το σχολείο και τις ειδήσεις, αυτά είναι που σε πληροφορούν. Και δεν είσαι εσύ που ακούς μουσική, αλλά η μουσική είναι που σε ακούει.
Η προσωπικότητά σου, είναι ένα φτιαχτό, προσποιητό και επώνυμο ένδυμα, που φοράς για να αντιμετωπίσεις τις κοινωνικές ανασφάλειές σου και που σου φοράνε για να σε ελέγχουν ευκολότερα, σαν τις στολές που φοράνε στους στρατιώτες. Έτσι ποτέ δεν θα αγγίξεις τον ουρανό, ποτέ δεν θα γίνεις ένας ελεύθερος άνθρωπος. Θα παραμείνεις για πάντα ένα κενό, κοινό σκουλήκι.

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2008

Ανατέλλων Τρόμος-Στα Νύχια Της Πόλης

Αμέτρητες νύχτες σ' αγκαλιάζει το σκοτάδι
Ανύπαρκτες μέρες σε πνίγει το φως
Σε είδα, φορούσες στεφάνι από νέον
Και πίσω σου σαν άγριο θερό να ουρλιάζει η πόλη
Με βλέμμα αρπακτικού σε βιτρίνες πολυκαταστημάτων
Σε είδα να παζαρεύεις επικείμενους θανάτους
Θερίζεις τη θλίψη χορεύοντας σε αφύλακτες διαβάσεις
Μα είδα να στάζει απ' τα χείλη σου ένα αιμάτινο δάκρυ
Είναι καιρός που απέμεινες μόνος
Στη σιωπή του ανώνυμου πλήθους
Συνδρομητής σε δίκτυα πλήξης, αυτοκτονίες
Μα όμως θυμήσου πόσες φορές σου είπα μην ξεχαστείς
Σε γκρίζα κλουβιά με ίχνη φορμόλης, μην αφεθείς
Στα νήχια της πόλης
Τώρα πια σκορπιέσαι τις νύχτες
Στην μοναξιά αδιέξοδως δρόμων
Ακολουθείς τις ορδές τροχοφόρων
Αιμοραγείς, μα όμως θυμήσου...

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008

Μια Παράνομη Γιορτή

Είμαστε ηθοποιοί σε μια ασπρόμαυρη ταινία. Ξέρουμε πως κάποια στιγμή θα τελειώσει μα δεν ξέρουμε την ακριβή διάρκειά της. Κάποιοι από εμάς σπαταλάνε όλη τους τη ζωή με αυτή την ανυσηχία, η ταινία τελειώνει και αφήνουν πίσω τους απλά αγχώδεις αντιδράσεις.
Κάποιος παίζει μαζί μας. Σαν πιόνια σε ασπρόμαυρη (φυσικά) σκακιέρα. Σκηνοθέτες, παραγωγοί, ηχολήπτες ποντάρουν σε εμάς. Και εμείς; Φυσικά τους κάνουμε περήφανους. Γιατί κλέβουν τις ανάσες μας. Και ύστερα μας τις δίνουν πίσω. Με το αντάλλαγμα να παίξουμε στην ταινία τους. Έτσι μας πληρώνουν, με ανάσες. Τις δικές μας ανάσες...
Αν κοιτάξεις γύρω σου, θα δεις πόσο στημένα, πόσο σκηνοθετημένα, πόσο ψεύτικα και πόσο συνθετικά μοιάζουν όλα. Είναι εικόνες φτιαγμένες από πλαστικό. Από πλαστικό τα συναισθήματά σου, από πλαστικό τα όπλα σου, από πλαστικό το φαγητό σου, η αγάπη σου, το μίσος σου, οι εχθροί σου, η καρδιά σου.
Μερικές φορές ορισμένοι συνειδητοποιούν την πραγματικότητα και αφυπνίζονται. Προσπαθούν να αφυπνίσουν και τους υπόλοιπους. Μα τους τρελαίνουν. Μοιάζουν δικαιολογημένα με ψυχοπαθείς. Όμως, ξέρεις, μοιάζουν. Σίγουρα δεν είναι.
Αγωνιούν να βγάλουν το χέρι τους έξω απ' την καταραμένη οθόνη που έχουν φυλακιστεί. Γραπώνουν πινέλο και μπογιές. Και αρχίζουν δουλειά...
Βάφουν κάθε τοίχο με ενοχλητικά χρώματα που δεν μπορείς να αγνοήσεις, δεν μπορείς να μην τα προσέξεις. Μέσα στις γκρίζες σκηνές βλέπεις κόκκινες ατέλειες, γαλάζιες πινελιές, πράσινες λεπτομέρειες. Στον αφόρητο γκρίζο κόσμο του σκηνοθέτη, αρχίζουν να καταστρέφουν πλάνα και να βγουν έξω απ' την οθόνη, στον κόσμο που πραγματικά φτιάχτηκε γι αυτούς, εκεί που απ' την ανθρώπινη φύση τους ανήκουν.




...Δεν υποτάσσονται. Και γεμίζουν τον αέρα με απειλιτικές φωνές και επικύνδινες νότες. Με παράνομες λέξεις. Δεν θα σταματήσουν και το ξέρεις πολύ καλά αυτό, όπως το ξέρω κι εγώ.
Μέχρι που ολόκληρος κόσμος θα είναι μια υπέροχη, παράνομη γιορτή...

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008

Καθώς Ξεβάφω

Επιπλέω σε μια θάλασσα από λάσπες
Προσποιούμαι πως ακολουθώ τα όνειρά μου
Ξερνώντας ελπίδες σε βρωμερές γωνίες
Εκεί που φτύνουν της ζωής οι ζητιάνοι
H καρδιά μου αναπνέει στάχτη μέσα απ’ τις ρωγμές
Οι φίλοι μου έχουν πεθάνει πίσω απ’ τη γραμμή που τόλμησα να διασχίσω
Προσπαθούσαν να με οδηγήσουν πίσω, πολύ πίσω, χιλιόμετρα πίσω
Κοίτα τα χέρια μου πως στάζουν αίμα
Κοίτα τις ενοχές μου σαν κοράκια στον ώμο μου
Η ελπίδα είμαι εγώ ο ίδιος
Μα είμαι νεκρός
Κοίτα οι δρόμοι έχουνε γεμίσει λάσπες
Κοίτα με πως βουλιάζω
Υψώνω τη σημαία με το χέρι τεντωμένο
Θα φύγω και δεν θα το αντιληφθείς
Στον τοίχο χαραγμένοι αριθμοί
Εσύ τι όνομα ζητάς σ’ αυτό τον κόσμο;
Για που το βαλες;
Μπορείς ακόμα να τρέξεις;

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

Παράσιτα


Δολοφόνοι κυνηγάνε τη λεία τους πίσω απ' τα σύνορα της οχυρωμένης μας πόλης
Και είναι ήρωες για εμάς τους ξένους
Μόνο αδέσποτα σκυλιά τους γνέφουν -μόνο αδέσποτα σκυλιά τους μιλούν
Ένα σούρουπο ανυπεράσπιστο
Πάνω στο συρματόπλεγμα αφήνει την τελευταία του αχτίδα
Υπάρχουν άγγελοι στις ταράτσες, τους έχω δει
Μοιάζουν με δορυφόροι της tv
Κάνουνε σχέδια και ψυθιρίζουν με φωνή παράσιτων
Εϊναι καλώδια συνδεδεμένα με κεραίες
Μπλέκονται στο σώμα σου και ύστερα δεν θυμάσαι
Πως νεκρώθηκες...