Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009

Το Μπλουζ Μιας Φοβισμένης Πόλης (Μέρος 2ο)

Σιχαίνομαι να βλέπω χέρια λυτά να σπρώχνουν την αγάπη όλο και πιο μακριά. Να ικετεύουνε μπάτσους, σαν τους άλλους. Ξέρεις τώρα, εκείνους τους αυτόκλητες σωτήρες σε παιχνίδια στα οποία ποτέ δεν πήραμε μέρος. Υπάρχουνε μπάτσοι πολλών ειδών. Όπως, ας πούμε, εκείνοι που σε πνίγουν τρυφερά, και καλά. Καθηγητές και γονείς, με κούφια βλέμματα και με ξεχειλωμένα χέρια. Είναι αυτοί που το βράδυ σβήνουν τα φώτα και σου λένε καληνύχτα αφού σε αλείψουν με πετρέλαιο. Σε καταδικάζουν στη σιωπή και ύστερα σε συμμορφώνουν στο νόμο της ανίας.
Βέβαια, κοίτα να δεις, υπάρχει μια ώρα όπου τα κτήρια γίνονται εύθραυστα, και ο ήλιος - ετοιμοθάνατος πάνω σε σύρματα, αφού δεν αντέχετε το φως παλιοβρυκόλακες –βλαστημά το γκρίζο με ένα ενοχλητικό κόκκινο, όπως αυτό που παίρνει ο ουρανός κάθε φορά που περνάς κρυφά τα σύνορα (μην μου πεις πως δεν το έχεις δοκιμάσει. Ή έστω να πηδήξεις από μια εγκαταλελειμμένη ταράτσα πάνω στα όνειρα που τους τρομάζουν κι εσύ με τόση ευλάβεια κεντάς). Το αγόρι με τα μακριά μαύρα μαλλιά ριγμένα μπροστά στο πρόσωπο, κάποιος ονόματι «peace punk on hope», και το κορίτσι με το βλέμμα που μαρτυρά κάτι από φόνο, όμως κοιτάζει σε μέρη πιο μακριά από τα όρια του δρόμου, συναντιούνται σε μια πολύ συγκεκριμένη διασταύρωση –ξέρεις που λέω-, σε κάθε που η ιστορία των μπάτσων έχει κενά, και γράφουν σε νεκρά βαγόνια ποιήματα, ιστορίες και συνθήματα για νεκρούς ανθρώπους που κάποτε ήταν ζωντανοί, σε μια πόλη που σίγουρα κάποτε ήταν ζωντανή (αλλιώς πως εξηγούνται τα φαντάσματα;). Γραπώνονται, που λες, από τις κεραίες και τις γκρεμίζουν, γιατί πιστεύουν, λένε, πως αυτές κρατούν τον ουρανό υποδουλωμένο. Αυτές βγάζουν πνιχτές κραυγές και ξεψυχούν. Είναι το μπλουζ μιας φοβισμένης πόλης που βαριανασαίνει μέσα απ τα χαλάσματα, κατακλυσμένη από καθηγητές, γονείς και άλλους τύπους μπάτσων, με τη συνεργασία των ζωντανών νεκρών κατοίκων της. Αλλά τα παιδιά της διασταύρωσης δεν έχουν φοβισμένες ματιές, γιατί μάθανε να αγαπούνε στο σκοτάδι. Και κάθε βράδυ ελευθερώνουν έναν πολιτικό κρατούμενο, το αλυσοδεμένο φεγγάρι.

Το Μπλουζ Μιας Φοβισμένης Πόλης (Μέρος 1)

Στα θεμέλια πολυκατοικιών αρουραίοι αναμετρούνε μίσος. Καθώς εμείς είμαστε απασχολημένοι με τους βρικόλακες που κάνουν ντου στα σπίτια μας, μήπως βρουν τις ενοχές κάτω απ το μαξιλάρι μας. Κάθε βράδυ ένας τύπος χωρίς πρόσωπο κρύβει τις λάμπες του δρόμου με ένα μαύρο μαντίλι και κάποιος πιο τολμηρός με ένα τσεκούρι σφάζει τα φώτα. Κι όταν κοιμηθούμε, οι μπράβοι τους σαν πληρωμένες πουτάνες θα χτίσουν ένα ακόμη τοίχο. Τη βιομηχανοποιημένη σας καρδιά λεηλατούν τα πρόστυχα μυνήματά τους. Ανοίγουν μέσα της σήραγγες· τα ατσάλινα τρένα τους ρημάζουν, μπαίνουν, βγαίνουν και τη βιάζουν ανελέητα. Κρύβουν τον ουρανό για να μας πουλάνε φωτογραφίες του. Η ελευθερία μας βραχυκυκλωμένη κι εσείς πρεζάκια με το τηλεκοντρόλ στο χέρι, καθρέπτης μιας αιμοδιψούς εγωπάθειας. Μια μέρα θα ανέβουμε στις ταράτσες και θα ξηλώσουμε όλες τις κεραίες, μα φοβάμαι πως τότε θα σας φάει η μοναξιά και θα αυτοκτονήσετε με το κεφάλι σας χωμένο σε μια σακούλα σούπερ μάρκετ.
Τα συνθήματα στους δρόμους αναβοσβήνουν… Πως έχουμε προσγειωθεί σε έναν αφιλόξενο πλανήτη. Μέσα από μαθήματα γεωμετρίας παίρνουμε το σχήμα των πολυκατοικιών, που στα θεμέλιά τους αρουραίοι αναμετρούνε μίσος. Είναι τότε που τα φώτα ματώνουν κόκκινα και τα ξωτικά ξεφεύγουν απ τα ξεχασμένα παραμύθια σας, κρατώντας όπλο. Δείχνοντας σας τον ήλιο, σας παίρνουν τα όνειρα μακριά. Μιλώντας για αγάπη, σας κάνουν να αυτοκτονήσετε, χώνοντας το κεφάλι σας σε μια σακούλα σούπερ μάρκετ. Ένα τέτοιου είδους όπλο… γεμάτο σφαίρες.