Δευτέρα 27 Απριλίου 2009

"a loaded gun won't set you free, so you say..."


Στέκομαι στην άκρη μιας ταράτσας χωρίς κάγκελα . Φυσάει ένα κρύο βραδινό βοριαδάκι που μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Ακούω διάφορους ψιθύρους αλλά δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποια λέξη. Κάτω στο δρόμο, ταξιδεύουν σκουπίδια που σέρνει ο άνεμος προς τα κει που ανατέλλει η σελήνη.
Είμαι μόνος μου απόψε. Κάνει κρύο, κι όμως ζεσταίνομαι. Με ζεσταίνουν οι φλόγες μιας τεράστιας και ίσως ασήμαντης φωτιάς που έχει ανάψει πίσω μου. Καίω το χρόνο εκεί. Παρελθόν και μέλλον. Το παρόν είναι τόσο άφθαρτο όσο και η ανυπαρξία, δε γίνεται να κάψεις κάτι που δεν υπάρχει. Το μέλλον απόψε είναι αδιάβατος δρόμος, δρόμος που δεν υπάρχει σε κανένα χάρτη, που πνίγεται στο πηχτό σκοτάδι. Το παρελθόν δεν έχει ανεπούλωτες πληγές, κατάρες, απόψε το παρελθόν αυτοκτόνησε. Είμαι μόνος μου εδώ πάνω μα τουλάχιστον δεν σέρνω κανένα φορτίο.
Οι πολυκατοικίες πνηγμένες στο επιβλητικό σκοτάδι… Ή την επιβλητική βρωμιά (;). Μέσα σ αυτά τα μυστήρια χάρτινα σπίτια που λίγο να φυσήξεις τους τοίχους τους θαρρείς πως θα πέσουν το ένα μετά το άλλο, σαν ντόμινο, έχτισα τα όνειρά μου. Από μικρό παιδί, μέρα με τη μέρα. Η πιο όμορφη συλλογή. Αυτό το βράδυ, ταξιδεύουν ένα ένα προς τα κει που ανατέλει η σελήνη, παρέα με χιλιάδες σκουπίδια. Και μαζί τους, στα πόδια μου σκοντάφτουν ένα ζευγάρι φτερά κι ένα γεμάτο πιστόλι.
Απόψε η σελήνη μέθυσε με το κρασί των υπονόμων που την κεράσατε. Μα πήρε μια απόφαση μη αναστρέψιμη. Δεν θα ξαναλάμψει ποτέ για σας. Στις ασημένιες κεραίες από τις τηλεόρασεις σας, στα υγρά, γεμάτα μούχλα κελιά σας ή σε εκείνα που είναι φτιαγμένα από χρυσάφι, στις μίζερες ψυχές σας που εκλιπαρούν για λίγη ελεημοσύνη από τα αφεντικά σας. Απόψε, εγώ και η σελήνη θα αποδράσουμε. Απ το δρόμο που οδηγεί μέχρι το τέλος αυτής της πόλης, εκεί που χτίσατε πελώριους τοίχους, θα τους σκαρφαλώσουμε μαζί και δεν θα ξανακοιτάξουμε πίσω ποτέ ξανά. Ίσως αλείψουμε την πόλη με πετρέλαιο μα τη φωτιά θα την αφήσουμε σε σας να την ανάψετε. Η σελήνη δεν θα λάμψει για σας ποτέ ξανά. Ίσως κάποιος βρωμερός, γερασμένος ήλιος με μια σύριγγα στο χέρι που ετοιμάζεται να πεθάνει μπροστά σε κάποια βιτρίνα σας. Σε κάποιο ταξιδιωτικό πρακτορείο. Σε κάποια βιτρίνα με επώνυμα ενδύματα. Οι καρδιές σας σαν σκονισμένα διαμάντια έχουν χάσει τη λάμψη τους. Κάποιες στιγμές σιχαίνομαι να κοιτώ στα παράλυτα μάτια σας και τα χάρτινα σπίτια σας και ίσως επειδή φοβάμαι, δεν το κρύβω. Μα αυτό δεν ξέρω ποιόν απ' τους δυο μας προσβάλει περισσότερο.
Κρατάω το πιστόλι, θα το φυλλάξω για όταν χρειαστεί. Είναι η στιγμή που ανοίγω τα μάτια μου και ξυπνάω απότομα, σαν να επιστρέφω από κάποιον εφιάλτη. Απ ότι φένεται ήταν μια ακόμα αποτυχημένη απόδραση. Το πιστόλι βρίσκεται ακόμα στο δεξί μου χέρι. Και το φεγγάρι ίσως μια άψυχη πέτρα. Ή μήπως ένα σκονισμένo διαμάντι;

Και δεν ξέρω στ αλήθεια αν είμαι δειλός…

…Στο κάτω κάτω επέλεξα ένα πιστόλι αντί για ένα ζευγάρι φτερά...

2 σχόλια:

  1. Η ζωή χάνει το νοήμα της, όταν εμείς οι άνθρωποι δεχόμαστε να ξεπουλήσουμε την ουσία μας για λίγα ψίχουλα "σιγουριάς". Αν η σιγουριά για αυτούς είναι συνόνυμο των φυτεμένων φόβων τους...

    Το πιστόλι και τα φτερά κάπου συναντιούνται. Δε νομίζεις;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ναι εκεί είναι που η ζωή χάνει το νόημά της, και ο "σίγουρος" δρόμος είναι η λατρεία της μοιρολατρείας.
    Όσον αφορά το πιστόλι και τα φτερά..
    Πιστεύω πως υπάρχουν "πιστόλια¨" που ελευθερώνουν..
    Και "φτερά" που φορώντας τα, πυροβολείς είτε κάποιον, είτε κάτι, είτε καλό, είτε κακό...

    ΑπάντησηΔιαγραφή